- υπερυψώνω
- υπερύψωσα, υπερυψώθηκα, υπερυψωμένος1. υψώνω κάτι σε μεγάλο ύψος.2. μτφ., επαινώ, εγκωμιάζω: Τον υπερύψωσε με τα λόγια του.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
υπερυψώνω — ὑπερυψῶ, όω, ΝΜΑ [ὑψῶ/ ώνω] 1. υψώνω κάτι υπέρμετρα 2. υψώνω κάτι περισσότερο ή πάνω από κάτι άλλο 3. μτφ. επαινώ, εγκωμιάζω πολύ, εκθειάζω νεοελλ. φρ. «και υπερυψούται» (με επιρρμ. σημ.) και με το παραπάνω … Dictionary of Greek
παρυψώ — όω, Μ [υψώ] υπερυψώνω … Dictionary of Greek
συμπαρυψώ — όω, Μ [παρυψῶ] υπερυψώνω συγχρόνως … Dictionary of Greek